ανίδρωτος — η, ο (Α ἀνίδρωτος, ον) αυτός που δεν γυμνάστηκε μέχρι να ιδρώσει, αγύμναστος, νωθρός, νωχελικός νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ιδρώτα, που δεν ιδρώνει 2. μτφ. αυτός που αποκτήθηκε χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, άκοπος (για αρρώστια) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ιδρώνω — (ΑΜ ἱδρῶ, όω, Μ και ἱδρώνω, Α και ἱδρώω) [ιδρώς] εκκρίνω ιδρώτα νεοελλ. 1. κοπιάζω, μοχθώ («ιδρώνει να βγάλει το ψωμί του») 2. (για φυτά ή και πράγματα) εκβάλλω από τους πόρους μου σταγονίδια υγρού («ίδρωσε ο τοίχος») 3. κάνω κάποιον να ιδρώσει 4 … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek